- μετάπλασμα
- το (чаще πλ. ) с.-х. добавки к почве (песок, известь и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετάπλασμα — το (γεωπ.) συν. στον πληθ. τα μεταπλάσματα ουσίες χρήσιμες για τη βελτίωση τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων τού εδάφους, όπως είναι η άμμος, η άργιλος, ο ασβέστης, οι κομπόστες κ.ά … Dictionary of Greek
μετάπλασμα — το ουσία που βελτιώνει τις φυσικές ιδιότητες του εδάφους, το λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)